- κηριοποιός
- κηριο-ποιός, Wachs, Honigwaben bereitend
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
κηριοποιός — κηριοποιός, όν (Α) αυτός που κατασκευάζει κηρήθρα («ἔστι δὲ ταῡτα, ὅσα κηριοποιά, οἷον αἱ μέλιτται καὶ τὰ παραπλήσια τὴν μορφή ν», Αριστοτ.) … Dictionary of Greek
κηριοποιά — κηριοποιός making honeycombs neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)